- τρωκτικός
- -ή, -ό1. που τρέφεται με σκληρές τροφές τις οποίες κόβει με τα δόντια του, που ροκανίζει με τα δόντια τις τροφές του.2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τρωκτικά θηλαστικά που με τους ισχυρούς κοφτήρες των δοντιών τους ροκανίζουν τις σκληρές τροφές τους (ποντίκι, λαγός, κουνέλι, κάστορας κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.